Παιδιά και οθόνες: δεν είναι πόσο, αλλά πώς τις χρησιμοποιούν, λέει μελέτη
Η ψυχική υγεία των παιδιών συνδέεται περισσότερο με τον τρόπο που χρησιμοποιούν τις οθόνες, όχι με τον χρόνο.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Development and Psychopathology αποκαλύπτει πως οι συμπεριφορές γύρω από τη χρήση —όπως η εμμονή με τα smartphones ή η έντονη αναστάτωση όταν δεν υπάρχει πρόσβαση— συνδέονται πιο άμεσα με την κατάθλιψη, το άγχος και την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά από ό,τι οι συνολικές ώρες χρήσης.
Όπως αναφέρεται στο PsyPost, η συζήτηση για τον χρόνο μπροστά στις οθόνες κρατά χρόνια, με αντικρουόμενα πορίσματα. Κάποιοι ερευνητές επιμένουν ότι η πολύωρη χρήση βλάπτει την ψυχική υγεία των παιδιών, ενώ άλλοι δεν βρίσκουν ουσιαστικές ενδείξεις κινδύνου. Όμως μια νέα κατεύθυνση στην έρευνα στρέφει το βλέμμα όχι στη διάρκεια, αλλά στο πώς αλληλεπιδρούν τα παιδιά με τις συσκευές τους — αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «προβληματική χρήση των μέσων».
Η έννοια αυτή περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το να κρύβουν ότι χρησιμοποιούν οθόνες, να αντιδρούν έντονα όταν τους τις αφαιρούν ή να καταφεύγουν σ’ αυτές για να διαχειριστούν άσχημα συναισθήματα. Αυτές οι συνήθειες συχνά διαταράσσουν την οικογενειακή ζωή και μπορεί να υποδηλώνουν βαθύτερα συναισθηματικά ζητήματα.
Πώς διεξήχθη η μελέτη
Η ομάδα της ψυχολόγου Lauren Eales από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα ανέλυσε στοιχεία από τη μεγάλη αμερικανική μελέτη Adolescent Brain Cognitive Development (ABCD), που παρακολουθεί περισσότερα από 10.000 παιδιά ηλικίας 10 έως 13 ετών. Οι ερευνητές συνέκριναν τον χρόνο χρήσης και τις προβληματικές συμπεριφορές με δείκτες ψυχικής υγείας όπως κατάθλιψη, άγχος, αντικοινωνική συμπεριφορά, αυτοτραυματισμό και αυτοκτονικό ιδεασμό.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Το συμπέρασμα της έρευνας ήταν ξεκάθαρο: ο τρόπος χρήσης των μέσων είναι πολύ πιο ισχυρός δείκτης προβλημάτων ψυχικής υγείας από τον απλό χρόνο μπροστά στην οθόνη. Παιδιά που παρουσίαζαν περισσότερες εμμονικές ή απορρυθμισμένες συμπεριφορές γύρω από τις οθόνες είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών. Επίσης, ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν σκέψεις αυτοκτονίας ή πράξεις αυτοτραυματισμού.
Αυτή η συσχέτιση φάνηκε σταθερή ανεξάρτητα από το φύλο ή την καταγωγή των παιδιών. Αντίθετα, ο συνολικός χρόνος χρήσης εμφάνιζε ασθενέστερη και ασυνεπή σχέση με την ψυχική υγεία. Για παράδειγμα, δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι περισσότερες ώρες μπροστά στην οθόνη προβλέπουν αυτοκαταστροφικές τάσεις —κάτι που ίσχυε όμως για την προβληματική χρήση.
Οι διαφοροποιήσεις
Εντοπίστηκαν ωστόσο ορισμένες μικρές διαφοροποιήσεις. Σε ορισμένες ομάδες, όπως στους Λατινοαμερικανούς εφήβους, η αυξημένη χρήση οθονών συσχετίστηκε με λιγότερα προβλήματα, ενώ σε πολυφυλετικές ομάδες βρέθηκαν υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικών δυσκολιών. Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές κατέληξαν πως ο βασικός παράγοντας που πρέπει να ανησυχεί τους γονείς είναι η συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στις οθόνες, όχι το χρονόμετρο.
Οι γονεϊκές αναφορές ενδέχεται να συγχέουν την προβληματική χρήση με γενικότερες συμπεριφορικές δυσκολίες, ενώ οι μετρήσεις χρόνου ίσως δεν αποτυπώνουν πλήρως τις διαφορές στον τρόπο χρήσης. Ωστόσο, το βασικό συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: δεν είναι το ρολόι που μετρά τη ζημιά, αλλά οι συναισθηματικές αντιδράσεις και τα πρότυπα συμπεριφοράς που τη συνοδεύουν.